μπρίκι

μπρίκι
Δίστηλο εμπορικό ιστιοφόρο πλοίο με σταυρωτές κεραίες στους ιστούς. Αντίστοιχο πολεμικό πλοίο ήταν ο «πάρων». Αρχικά δεν υπήρχε καμιά διαφορά μεταξύ των δύο πλοίων, από το 1849 όμως που εμφανίστηκαν «οι διπλοί δόλωνες» που είχαν διάφορες διευκολύνσεις στο χειρισμό, τις οποίες υιοθέτησαν τα εμπορικά πλοία, η διαφορά τους με τα άλλου τύπου πλοία έγινε αισθητή. Και οι δύο τύποι πλοίων χρησιμοποιήθηκαν στην Επανάσταση. Πίνακας που απεικονίζει το υδραίικο μπρίκι «Ποσειδών», ιδιοκτησία του I. Ορλάνδου με πλοίαρχο τον Θεόδωρο Γκιώνη? πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό ελληνικό μπρίκι (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
* * *
(I)
το
δικάταρτο ιστιοφόρο, αλλ. πάρωνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. brig, συντμ. τ. τού αγγλ. brigantine (βλ. μπριγαντίνο)].
————————
(II)
το
1. μικρό μετάλλινο σκεύος με λαβή, το οποίο χρησιμεύει για την παρασκευή τού καφέ και άλλων αφεψημάτων
2. φρ. «μπρίκια κολλάμε τώρα;» λέγεται για κάτι αυτονόητα εύκολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ibrik].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπρίκι — το 1. (λ. τουρκ.), μετάλλινο σκεύος με λαβή για το βράσιμο του καφέ. 2. (λ. αγγλ.), μεγάλο πολεμικό ιστιοφόρο πλοίο, το βρίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Cezve — A cezve is a pot designed specifically to make Turkish coffee. The body and handle is traditionally made of brass or copper (occasionally silver or gold), however in more recent times stainless steel, aluminium and ceramic offerings have become… …   Wikipedia

  • τζεζβές — και τζεσβές, ο, Ν (παλ. τ.) 1. το κατακάθι τού καφέ στο φλιτζάνι ή στο μπρίκι 2. συνεκδ. το μπρίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cezve] …   Dictionary of Greek

  • Αναστασάκης, Αναστάσιος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Ύδρα. Διετέλεσε κυβερνήτης στο μπρίκι Αθηνά (1822 25) και μετά αξιωματικός στο μπρίκι Οδυσσεύς (1825 27). Μετά την απελευθέρωση, η Επιτροπή τον χαρακτήρισε υποπλοίαρχο β’ τάξης …   Dictionary of Greek

  • Βόγιος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από τα Ψαρά. 1. Γεώργιος. Πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες, ως αξιωματικός, ενώ υπηρέτησε επίσης και στο μπρίκι του Γ. Αποστόλη. Μετά την απελευθέρωση του δόθηκε ο βαθμός του υποπλοίαρχου. 2. Ιωάννης. Ναυτικός, που… …   Dictionary of Greek

  • Turkish coffee — A cup of Turkish coffee. Turkish coffee (also Arabic coffee, Armenian coffee, Greek coffee, and more) is a method of preparing coffee where finely powdered roast coffee beans are boiled in a pot (cezve), with sugar according to taste, before… …   Wikipedia

  • Cafe turc — Café turc Le café turc (Türk kahvesi en turc) ou café à la turque aussi appelé café grec (en grec ελληνικός καφές ; ellinkós kafés), café arménien (en arménien Հայկական սուրճ ; haykakan sourdj) ou café oriental est une boisson à base de …   Wikipédia en Français

  • Café Turc — Le café turc (Türk kahvesi en turc) ou café à la turque aussi appelé café grec (en grec ελληνικός καφές ; ellinkós kafés), café arménien (en arménien Հայկական սուրճ ; haykakan sourdj) ou café oriental est une boisson à base de café en… …   Wikipédia en Français

  • Café arménien — Café turc Le café turc (Türk kahvesi en turc) ou café à la turque aussi appelé café grec (en grec ελληνικός καφές ; ellinkós kafés), café arménien (en arménien Հայկական սուրճ ; haykakan sourdj) ou café oriental est une boisson à base de …   Wikipédia en Français

  • Café grec — Café turc Le café turc (Türk kahvesi en turc) ou café à la turque aussi appelé café grec (en grec ελληνικός καφές ; ellinkós kafés), café arménien (en arménien Հայկական սուրճ ; haykakan sourdj) ou café oriental est une boisson à base de …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”